- τρίτονος
- τρί-τονος, ον,A of three tones: τρίτονον, τό, in Music, interval of three whole tones, Cleonid.Harm.5, Bacch.Harm.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίτονος — η, ο / τρίτονος, ον, ΝΜΑ μουσ. 1. αυτός που αποτελείται από τρεις μουσικούς τόνους 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίτονο(ν) μουσικό διάστημα τριών τόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τόνος (πρβλ. πεντά τονος)] … Dictionary of Greek
τρίτονον — τρίτονος of three tones masc/fem acc sg τρίτονος of three tones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτόνου — τρίτονος of three tones masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)